- χαίνω
- ΝΜΑ1. έχω ή σχηματίζω χάσμα (α. «το βάραθρο έχαινε μπροστά τους» β. «τότε μοι χάνοι εὐρεῑα χθών», Ομ. Ιλ.)2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, -υία, -ός και κεχηνώς, -υῑα, -ός(λόγιος τ.) αυτός που χάσκει, ιδίως από έκπληξη, κατάπληκτος (α. «τόν κοίταζε κεχηνώς» β. «οὗτος δὲ κεχηνὼς βρωμησάμενος τοῦ σοῦ δίνου μέγα καὶ στράτιον κατέπαρδεν», Αριστοφ.)3. φρ. «χαίνουσα πληγή» — ανοιχτή πληγή, τραύμα που δεν έχει κλείσεινεοελλ.φρ. «χαίνουσα πληγή»μτφ. δυσάρεστη κατάσταση ή σύμπτωμα που δεν παρουσιάζει βελτίωση («οι χαίνουσες πληγές τής οικονομίας»)μσν.1. (για καρπό) ανοίγω, σκάζω2. (για λέξεις) παρουσιάζω χασμωδίαμσν.-αρχ.1. χάσκω, μένω με ανοιχτό το στόμα, χασμουριέμαι («ὅτε δὴ 'κεχήνη προσδοκῶν τὸν Αἰσχύλον», Αριστοφ.)2. μτφ. ανοίγω πολύ το στόμα, ξεστομίζω φράσεις απρόσεκτα και με θράσοςαρχ.1. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) χάχας, χαζός2. παροιμ. «λύκος ἔχανεν» — μάταιες προσδοκίες, φρούδες ελπίδες (Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χάσκω).
Dictionary of Greek. 2013.